- επιφυλακτικά
- cautiously
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
βουλγάτα — (Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από … Dictionary of Greek
επιφυλακτικός — ή, ό αυτός που διατηρεί επιφυλάξεις, δισταγμούς («επιφυλακτική γνώμη, στάση» κ.λπ.). επίρρ... επιφυλακτικά και –ώς με επιφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφύλαξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
υδρομέτρη — και εσφ. τ. υδρομέτρα, η, και παλ. τ. υδρομέτρης, ο, Ν ζωολ. γένος ελόβιων ημίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας υδρομετρίδες, τα οποία βαδίζουν αργά και επιφυλακτικά πάνω στην επιφάνεια τού νερού ή ανάμεσα στην παρόχθια βλάστηση … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek